Ο σουτζιούκκος

Ετέλειωσεν το άπλωμα των σεντονιών τζαι έκατσε, σε μια πλαστική καρέκλα. Εποφύσησε με ανακούφιση τζαι έβαλε τον σταυρό της. «Δοξάζω τον πλάστη μου» είπε. «Που με αξιώνει τζαι κάμνω δουλειές ακόμα.»

Η Χαρίκλεια σηκώνεται με το πρώτο φως, τρώει ένα βούκκο ψουμί, λλίο χαλλούμι τζαι αρκέφκει δουλειές. Πότε εννα πλύννει τζαι να απλώσει ρούχα, πότε εννα σαρίσει τες αυλάες, άλλες μέρες εννα ποτίσει τα φκιόρα τζαι κάθε Παρασκευή σκουπίζει τζαι σφουγγαρίζει.

Η κούραση τζαι η ταλαιπωρία εν φανερά στο πρόσωπο της. Η φτώσια, τα μαράζια, τα τριάντα σχεδόν χρόνια που εσφόγγαν σκάλες τζαι πατώματα στα σπίθκια τα ξένα αφήκαν πάνω της μούζη τζαι μια μόνιμη κούραση. Γελά λλίο, σάννα τζαι τα σιείλη της εν εμάθαν τούτη την κίνηση τζαι προσπαθούν αμήχανα, δύσκολα, να το κάμουν άμα χρειαστεί. Μιλά ακόμα πιο λλίο τζαι τρώει ελάχιστα. Ποταμοί οι ρυτίδες στα μάγουλα της, τζαι τα μαλλιά άσπρα σαν το σιόνι.

Πριν να προλάβει να πνάσει λλίο, ενεφάνηκεν ένα άντρας πας την καντζιελλόπορτα.

«Γεια σου γιαγιά.» είπεν της. «Καλώς τον», απάντησε η γιαγιά τζαι εσηκώθηκε να του κοντέψει, για να ακούει καλύτερα.

«Ήντα κάμνεις γιαγιά, είσαι καλά;»

«Καλά γιέ μου, δόξα σόι ο θεός» απάντησε

Ο άντρας εκούμπησε στην καντζιελλόπορτα τζαι ετέντωσε το κορμί του να δει μέσα στο σπίτι. Έσουσεν την κκελλέ του όπως τον κουρκουτά τζαι είπεν της «Μα είσαι μόνη σου γιαγιά δαμέ;»

«Μόνη μου είμαι ναι.» τζαι πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα, ο άντρας λαλεί της «Έπεψε με ο γαμπρός σου γιαγιά. Επαράγγειλε μου σιουτζιούκκο τζαι έφερα τον. Πρέπει μόνο να με πιερώσεις 30 Ευρώ τζαι εννα σου τον αφήκω εσένα να του τον δώκεις». Έφκαλε μια σακούλα νάιλον με κάτι τυλιμένα μέσα τζαι εκρέμμασεν την πάνω στο καντζέλλι.

«Τώρα να πιάσω τον γαμπρό μου τηλέφωνο.» είπε η γιαγιά «να τον αρωτήσω»

«Μεν τον πιάσεις τζαι είμαστε εξηγημένοι λαλώ σου. Είπεν μου να ρέξω να σου τον αφήκω τζαι να με πιερώσεις» εκούντησεν την πόρτα του καντζιελλιού τζαι έκαμε να δώκει μες την αυλή της.

«Πόμεινε να σου τα φέρω» είπε του τζαι εκούντησε την πόρτα πίσω.

Εμπήκε μέσα στο σπίτι τζαι εφκήκε βιαστική. «Έλα τα ρυάλλια σου τζαι πάνε στο καλό»

Την νύχτα που ήρτεν έσσω ο γαμπρός της που την δουλειά, είπε του τι εσυνέβηκε.

«Εγέλασε σου Χαρίκλεια τούτος. Εν έπεψα κανέναν εγώ να σου φέρει σιουτζιούκκο.»

«Εγέλασε μου, γιε μου. Εκατάλαβα το.» είπεν η Χαρίκλεια την ώρα που εδοκίμαζε ένα κομμάτι που τον σιουτζιούκκο «Που να τον δώ Χατζή να τον δώ. Τούτος ο σιουτζιούκκος εν χαλασμένος!»