Oι αρφούες μου

Το πατρικό μου το σπίτι, το σπίτι που εμεγάλωσα, ήταν μιτσή. Ήμαστε τρείς αρφούες, τζιαι εμινήσκαμε στο ίδιο δωμάτιο.

Εγώ ήμουν ο μιτσής. Ο ένας εν 6 χρόνια πιο μεγάλος που μένα τζιαι ο άλλος 10 χρόνια. Τους αρφούες μου αγαπούσα τους, τζιαι εθαύμαζα τους που τον τζιαιρό που ήμουν μωρό. Τον καθένα με διαφορετικό τρόπο τζιαι για διαφορετικό λόγο.

Το δωμάτιο μας το λοιπόν, είσιεν μέσα δύο κρεβάτια.  Ένα κρεβάτι πάνω κάτω τζιαι ένα κανονικό. Το διπλό το κρεβάτι, ήταν κουμπημένο στην γωνιά του δωματίου για να χώννει μια τρύπα πάνω στον τοίχο, που εδημιουργήθηκε μάλλον που την υγρασία. Θυμούμαι ότι οι τοίσιοι εξυφιλλίζαν , τζιαι τες νύχτες κρυφά, ετραβούσα τα κομμάθκια της πογιάς τζιαι έφκαλλα τα, επειδή αρέσκαν μου τα απρόβλεπτα σχήματα που άφηνε πίσω της.

Απέναντι που τα κρεβάτια, ήταν μια παπουτσοθήκη τζιαι που πάνω μια τηλεόραση NEC, έγχρωμη με οκτώ κανάλια. Στα αριστερά της, ήταν φατσιμένη, πουλλωμένη γερά. Είσιεν την σήρει ο αρφός μου χαμέ κατά λάθος τζιαι η μάνα μου πάντα ελάλεν μας ότι εν τόσο καλή τηλεόραση, που εξακολούθησε να δουλέφκει, ακόμα τζιαι μετά που τζείνο το ατύχημα. Στημένο πάνω που την τηλεόραση, είχαμε ένα βίτεο National, που έφερεν ο παπάς μου που την Νιγηρία. Ήταν πολλά προχωρημένο για μας τότε, να μπορούμε να βιτεογραφούμε πράματα που την τηλεόραση. Εδικαιούμαστε να νοικιάζουμε τζιαι μια κασέττα την εβδομάδα που το βίτεοκλαπ.

Στο δωμάτιο επίσης ήταν το σιδερένιο γραφείο του μεσαίου αρφού μου. Γεμάτο με αφίσες τζιαι αυτοκόλλητα που μοτόρες. Είχαμε, θυμούμαι, μια μεγάλη αφίσα με μια μότοκρος, τζιαι άρεσκε μου να στέκουμε μπροστά της τζιαι να κορτώννω, ήταν ίσια μαζί μου τζιαι εντυπωσιάζουμουν που υπήρχαν τόσο μεγάλες φωτογραφίες.

Τα μαρμαράκια, ήταν ποτζίνα τα ψηφιδωτά τα μιτσιά, που είχαν ούλλα τα σπίθκια της δεκαετίας του 70. Ήταν κυρίως πορτοκαλιά, με μαύρα, άσπρα τζιαι γκρίζα πετρούθκια. Το χρώμα του δωματίου άσπρο. Αλλά με την λάμπα την κίτρινη να αφτέννει που πάνω, εγώ θυμούμαι το κίτρινο-πορτοκαλί.

Ήταν γεμάτο πράματα. Στο μικρο διάστημα που έφτασα να θυμούμαι τζιαι τους δυο μου αρφούες μέσα, ήταν πολλά ωραία τζιαι ζεστά. Τουλάχιστον έτσι το νιώθω μέσα μου. Ζεστά, όμορφα, απλά τζιαι ήρεμα. Μπορεί να εν επειδή ήμουν μωρό.

Εν ξέρω πως ήταν για τον αρφό μου τον μεγάλο, που στα 16 του έπρεπε να ανέχεται να μινήσκει με τους θκύο μιτσιούς του αρφούες τζιαι να μεν έσιει τον δικό του προσωπικό χώρο.

Εγώ έθελα πάντα να είμαι δίπλα τους. Να νιώθω κομμάτι της παρέας. Έθελα σημασία. Εμάθενα τα τραούθκια που ακούαν, πόξω, τζιαι μετά ετραουδούσα τα , δήθεν σε ανύποπτο χρόνο, για να μου δώκουν σημασία. Άμα έπαιζε κομπιούτερ ο αρφός μου, τζείνο που εγόρασε με τα λεφτά που εφύλαξε τα χρόνια που εδούλεφκε στα χτίσματα με τον παπά μου, εν μας άφηνε να του κοντέφκουμε. Έκλειε την πόρτα του δωματίου τζιαι απαγόρευε μας να μπούμε μέσα. Εγώ επάεννα κρυφά, πίσω που την πόρτα τζιαι εκρυφοθώρουν τον που έπαιζε Samantha Fox’s Strip Poker τζιαι Nigel Mansell’s Rally.
Η σχέση μου με τους αρφούες μου ήταν μια που τες κινητήριες δυνάμεις πίσω που τον σημερινό μου χαρακτήρα. Τον μεγάλο μου αρφό εθαύμαζα τον γιατί εθεωρούσα ότι ίσιεν την απόλυτη αλήθκεια. Ο τρόπος που ίσιε να με απομακρύνει που κάθε του δραστηριότητα, που κάθε του ασχολία, επίσμοννε με παραπάνω να προσπαθώ να καταλάβω τζιαι να νεκατωθώ στην κοσμοθεωρία του. Ίσως επειδή ένιωθα ότι εν με υπολόγιζε τζιαι ήθελα να του αποδείξω ότι είμαι υπολογίσιμος. Εν ξέρω γιατί, στο κάτω, κάτω ήταν ο μεγάλος μου αρφός. Ούλλοι θαυμάζουμε λλίο πολλά τους αρφούες μου. Η έγκριση που τον αρφό μου εν ήρτεν ποττέ πάντως. Σε κάποια φάση εσταμάτησα απλά να την επιδιώκω τζιαι τα πράματα εγινήκαν πολλά καλύτερα στην ζωή μου.

Με τον μεσαίο μου αρφό πάντα είχα μια σχέση αδελφικής αγάπης. Τζείνης της αγάπης που απλά υπάρχει, αλλά εν έσιει καθαρό λόγο να εν τζιαμέ. Δηλαδή, εμαλλώναμε, εδερτήκαμε τζιαι μια φορά, αλλά πάντα ένιωθα ότι αγαπώ τον, χωρίς όρους τζιαι χωρίς περιορισμούς. Όχι πως τον μεγάλο εν τον αγαπώ. Ο μεσαίος όμως, πάντα έδειχνε μου ότι αγαπά με πίσω τζιαι έδειχνε να ενδιαφέρετε για τα πράματα που έκαμνα. Η έγκριση του ήταν δεδομένη. Τζιαι για αυτό το λόγο, ακόμα τζιαι σήμερα η δική μου έγκριση στα πράματα που αποφασίζει (ως επι το πλείστον) εν δεδομένη.

Οι σχέσεις μου τζιαι με τους θκυό, εν διαφορετική, τελοσπάντων. Κάποτε νιώθω ότι είμαι η μέση τους, ότι έχω κομμάθκια τζιαι που τους θκύο. Σίουρα όμως, η σχέση μου με τους αρφούες μου, επεκτείνετε πολλά παραπάνω που την απλή συνύπαρξη . Εν σχέση γεμάτη αναμνήσεις, συναισθήματα τζιαι γεγονότα. Είμαστε τρείς διαφορετικοί, εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι.  Σε πολλές φάσεις όμως, οι παλμοί μας συναντιούνται τζιαι λειτουργούμε στο ίδιο επίπεδο.

Είχα μια πολλά έντονη, πολλά σπουδαία παιδική ηλικία. Τζιαι τούτο εννα προσπαθήσω να προσφέρω τζιαι στην δική μου κόρη. Ένα μέρος τούτων των αναμνήσεων ήταν τζιαι οι αρφούες μου. Μπορεί να ακούσω κάτι, να δώ κάτι τζιαι αμέσως να ανοίξει μέσα μου μια φουντάνα τζιαι ξεκινήσουν να τρέχουν εικόνες τζιαι λόγια. Μια απλή, αδιάφορη εικόνα, μπορεί για μένα να περιγράφει μια ολόκληρη ιστορία.

Ο αρφός μου ο μεγάλος, ίσιεν ένα αρμάρι χαμηλό, άσπρο, με ασημένια χερούλια. Το μισό ήταν αρμάρι τζιαι το άλλο μισό συρταριέρα. Ήταν κομμάτι της ανεξαρτησίας του που τους υπόλοιπους. Για χρόνια, εθώρουν το εξής γραμμένο πάνω στο αρμάρι του «Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα.. βάλε στα ρούχα σου φωτιά..». Όσον απίστευτο τζιαι αν ακούεται, εκάθουμουν χρόνια τζιαι εσκέφτουμουν τι σημαίνει τούτο το πράμα. Που την μια ακούετουν μου τόσο ασυνάρτητο τζιαι που την άλλη να έσιει τόσο βάρος, τόση δύναμη.

Ώσπου τζιαι έγινα έφηβος τζιαι άκουσα την Μπέλλου να το τραουδά. Τζιαμέ ένιωσα ότι ο έφηβος εγώ, εσυνάντησε τον έφηβο αρφό μου. Ότι οι ζωές μας, οι σκέψεις μας, εσυναντηθήκαν σε ένα φανταστικό σημείο. Σάννα τζιαι επερνούσεν ο αρφός μου που ένα μονοπάτι τζιαι μετά που καμπόσο τζιαιρό, επέρασα τζιαι εγώ που τον ίδιο δρόμο τζιαι είδα τες πατιμασιές του.

Ακόμα τζιαι σήμερα άμα ακούω τούτο το κομμάτι, γεμώννει το μυαλό μου εικόνες τζιαι σκέψεις. Απόδειξη, το κείμενο που γράφω τωρά.