Ευτυχία

Την ώρα που έσφιξε την γενέκα του τζαι εφίλησε την έξω που την εκκλησία, ήρτε στο μυαλό μου, μια εικόνα είκοσι σχεδόν χρόνια παλιά. Δίπλα που μια πισίνα, καθισμένος σταυροπόδι, με τα σιέρκα τεντωμένα στον ουρανό, να τραουδά το “Unforgiven”.

Ήταν ο χορός της αποφοίτησης του γυμνασίου. Μια νύχτα που, εκτός τούτης της σκηνής, σχεδόν εδιαγράφηκε που την μνήμη μου. Στην αποθήκη των αναμνήσεων μου, δεν εμείναν καν ρομαντικές αποχρώσεις τζαι εικόνες της βραδιάς.

Τούτη η εικόνα εφυλάχτηκε μες τον νού μου, όπως σχέδιο που νουάρ κόμιξ του Frank Miller. Μια μάυρη, ψιντρή φιγούρα, με γυρισμένη την ράσιη της προς εμένα, τα σιέρκα ψηλά τζαι ο καπνός που το τσιγάρο του να αναδύετε στον ουρανό. Στον φόντο της νύχτας, πόππικες, γιουροντίσκο, μελωδίες. Ανάμεσα στα δυνατά μπάσα τζαι τες γλήορες, συνθεσάιζερ συνέχειες, η φωνή του, απάγγελλε στίχους. Στίχους συνυφασμένους με μια εναλλακτική, ρόκ κουλτούρα, που υιοθετήσαμε ως αντίδραση στο αμείλικτο, εφηβικό κατεστημένο, που κλωτσά τζαι πνίγει όσους, είτε που επιλογή, είτε που σύμπτωση, εν διαφορετικοί.

Η φιλενάδα του, μια δημοφιλής, όμορφη συμμαθήτρια μου. Η ιστορία τους, σαν τες ιστορίες που teenager, Αμερικάνικη ταινία των ‘80s. Τζείνην ξέρουν την ούλλοι, τζείνον κανένας. Τζείνης κάποιος της εχάρισε σε CD το τελευταίο NOW, τζείνος με κάποιον αντάλλαξε το Wonder Boy in Monster World για το Mega Drive. Θκυό διαφορετικά, παράλληλα σύμπαντα, που με κάποιο ανεξήγητο τζαι παράδοξο τρόπο, εσυναντηθήκαν σε μια παιδική, εφήμερη σχέση.

Είσιεν έρτει στο χορό, ακάλεστος, για να της κάμει έκπληξη. Τζείνη, αντιλήφθηκε ότι σε σχέση με τις επιλογές που υπήρχαν διαθέσιμες στον χορό, έππεφτεν της λλίος. Αποφάσισε να τον ασσιχτηρίσει τζαι να περάσει την νύχτα της, να φιλιέται με τον αντίστοιχο, αρσενικό, εαυτό της, σε μια γωνιά.

Η φωνή του ήταν μαραζωμένη. Εν ξέρω αν έκλαιε, εν εκόντεψα να δω πως ήταν. Ετρομοκρατήθηκα. Θυμούμαι άναψα ένα Lucky Strike τζαι εκούμπησα στην τζαμαρία της αίθουσας του Φιλοξένια, χωρίς να ξέρω πώς να χειριστώ την κατάσταση.

Άμα είσαι έφηβος, εν ξέρεις ότι οι πληγές επουλώνουνται. Εν ξέρεις ότι σάζουν τα πράματα, ότι μια μέρα γίνουνται καλύτερα. Ακούεις το που τα έργα, τα σλόου τραουθκια αλλά εν το έζησες ακόμα. Ούλλα καταρρέουν, δίπλα που ένα «όχι» αμα είσαι έφηβος.

Τα λόγια εν εύκολα σε κάθε περίσταση, αλλά τζείνη τη νύχτα, έμεινα σιωπηλός. Ήξερα τι είσιεν συμβεί, εν ήξερα τι να πω όμως. Έζησα μαζί του την άρνηση. Επέρασα μαζί του την απογοήτευση, την απόρριψη. Χωρίς να με θωρεί, στο παρασκήνιο, επόνησα μαζί του.

Είκοσι χρόνια μετά, εζούσα δίπλα του την πιο ωραία μέρα της ζωής του. Ξέροντας ότι εν ευτυχισμένος. Τζαι ξέροντας ότι αξίζει του.