Η Λαλέ.

Μόλις είδε το μωρό η κόρη μου, επετάχτηκε κάτω τζαι εβούρησε να την ελέγξει. «Παιδάκι, παιδάκι!» εφώναξε μου, με ύφος συνεπαρμένο τζαι απορημένο, αφού εγώ δεν έδειχνα τον ίδιο ενθουσιασμό με τζείνη. Άλλωστε για μένα, ήταν ακόμα ένα μωρό. Για την κόρη μου, ήταν μια ευκαιρία για παιγνίδι τζαι γνωριμία.

Το άλλο το μωρό ήταν πιο μικρό. Επερπατούσε με την βοήθεια της μάμας του τζαι είσιεν έντονο το ύφος του, ότι ούλλα εν καινούργια τζαι εντυπωσιακά. Το ύφος που όσο περνούν τα χρόνια σβήνει που το πρόσωπο μας. Όσο πιο μικρό εν το μωρό, τόσο πιο χαρακτηριστικό τζαι το ύφος.

Στους δώδεκα μήνες, το μωρό κάμνει ένα βήμα μόνο του τζαι γυρίζει την κκελλέ του ποτζεί, ποδά να δει αν αντιλήφθηκε κανένας άλλος το κοσμογονικό γεγονός. Στους είκοσι μήνες, θωρεί ένα γατάκι τζαι φωνάζει σε ούλλους να το δουν. Μεγαλώνοντας η μαγεία του καινούργιου, χάνεται.

Το άλλο το μωρό, ανταπέδωσε τον ενθουσιασμό της κόρης μου τζαι έλαμψε το προσωπάκι της μόλις της εκόντεψε. «Πως σε λένε παιδάκι;» εφώναζε δυνατά η κόρη μου τζαι ούλλο το καφέ εγύρισε να δει το μεγάλο συναπάντημα. Χωρίς να της απαντά, η καινούργια της γνωριμία, εχαμογελούσε τζαι άνοιε τα σιέρκα της να την αγκαλιάσει.

«Πως την λένε;» ερώτησε με στα εγγλέζικα η μάμα της. «Ρέα» απάντησα. «Εμάς, Λαλέ» είπε μου τζαι ολόισια ήρτεν στο νου μου το βυσσινί αγριολούλουδο που φυτρώνει σε ούλλη τη Κύπρο λλιο πριν την Άνοιξη. Στα Τούρκικα είπε κάτι σαν «Λαλέ μου, δώσε ένα φιλάκι της Ρέας» τζαι ολόισια η κόρη της εμούνταρε την δική μου σάννα τζαι εξέραν η μια την άλλη δέκα χρόνια.

Μια ήρεμη, ευφορία εγέμωσε το μαγαζί. Ούλλοι εθωρούσαν τες κόρες μας να αγκαλιάζονται, να γελούν, να ανεμίζουν τα σιέρκα τους τζαι να φωνάζουν η μια της άλλης, τα λλία λόγια που τους εμάθαμε να λαλούν.

Εσκέφτηκα ότι, τζείνη την ώρα, σε τζείνο ακριβώς το σημείο, είμαστε μάρτυρες σε μια που τις πιο αγνές, τις πιο ξεκάθαρες στιγμές στην ζωή ενός ανθρώπου. Θκύο πλάσματα, άκακα, πριν να τα γεμώσουμε τύψεις τζαι μίσος, τζαι πριν να ξεφορτώσουμε πάνω τους τα σύνδρομα τζαι τες προκαταλήψεις μας, εδείχναν το ένα του άλλου αγάπη. Απλή τζαι ανιδιοτελή αγάπη. Μια Τούρκικη τουλίπα τζαι μια Ελληνίδα θεά, αγκαλιασμένες τζαι χαρούμενες.

Ο φίλος μου ο Μπουράκ επέρασε το σιέρι του πάνω που τον ώμο μου «Έχουμε πολλά να μάθουμε που τα μωρά μας», είπε μου. «Μακάρι να μαθαίνουμε εμείς που τα μωρά μας φίλε, όχι τα μωρά μας που εμάς.» απάντησα.