Σκαστός.

Εκούμπησε το αγιωμένο του Zastava πάνω στα κάντζιελλα της υπερυψωμένης.

Άφηκε το σιδερένιο κράνος του στο πάτωμα τζιαι έγειρε στην μια πλευρά του κουβούκλιου να ξεκουραστεί.

Το κωλοκράνος…

Άνοιξε την εξάρτηση τζιαι έφκαλε που τες φυσιγγιοθήκες το πακκέτο με τα τσιγάρα του. Το πρώτο τσιγάρο της σκοπιάς. Εσυνήθiζε να κάμνει τέσσερα (μπορεί τζιαι παραπάνω, αλλά σίουρα τέσσερα) σε κάθε νούμερο.

Ανοιχτή εξάρτηση, αποθεμένα όπλο, κράνος τζιαι εκάπνιζε.

Αν έρκετουν έφοδος, την δεκάρα είσιεν την μες το νερό.

«Εν με κόφτει» είπε «ας φακκούν τζιαι τα όπλα τους, τζιαι τες πατρίδες τους, τζιαι τες σκοπιές τους. Αν δεν με φκάλουν αύριο, θα φύω σκαστός να πάω να έβρω την μιτσιά.»

Ήδη ήταν μέσα δέκα μέρες. Εφέραν ένα τζιαινούρκο μολλόχα που του τον έφκαλλεν αναφορά με το παραμικρό.

Πότε για τα άρβυλα του που ήταν ξέδιτα τζιαι αγύαλλιστα, πότε για τα κουμπιά της παραλλαγής του τζιαι πότε για το όπλο του που εν το εκαθάριζε ποττέ.

Η αλήθκεια εν ότι ήταν τζιαι τζείνος πεισματάρης.

Εν έκρυφε να περάσει, να φκαίννει τζιαι νακκουρί ώσπου να λείψουν οι μέρες να απολυθεί. Όσο παραπάνω του εμπαίνναν, τόσο παραπάνω αντιδρούσε.

Είσιεν τζιαι μια υπόληψη μες το στρατόπεδο, που έπρεπε να κρατήσει. «Ο αρφάς ο έτσι-θέλω», όπως τον ελαλούσαν οι υπόλοιποι.

Στους 20 μήνες της θητείας του, είσιεν συνάξει πάνω που εκατό μέρες φυλακή τζιαι ένα στρατοδικείο (για μια φορά που άφηκε την σκοπιά τζιαι επήε θάλασσα στο Μακένζυ με την φιλενάδα του). Εν τον επείραζε όμως. Τες παραπάνω μέρες έπιαννεν άδεια που την σημαία τζιαι έφευκε σκαστός για να κάμνει τες δουλείες του.

Την μιτσία αγάπα την πολλά. Οι παραπάνω μες το στρατόπεδο εν εξέραν καν το όνομα της. Παρά μόνο ότι την αποκαλούσε μιτσία. Ήταν το μόνο πλάσμα που εμπορούσε να τον επηρεάσει για κάτι.

Έτσι τζιαι έκαμε, έβαλεν τον να της υποσχεθεί ότι εννα κόψει τες πελλάρες τζιαι ότι εννα προσπαθήσει να μεν φάει άλλη φυλακή. Είσιεν να βάλουν τζιαι μέσο με ένα θείο, οπόταν εμπορούσε τζιαι να μεν υπηρετήσει ούλλη την ποινή του, να απολυθεί γλήορα τζιαι να χαρτωθούν.

«Τσιγαράκι, τσιγαράκι;», η φωνή του περιπολάρχη αντζελόσσιασεν τες νεκατωμένες του σκέψεις. Έγραψεν του τζιαι ένα «Κακώς» μες το βιβλίο περιπόλου τζιαι επροχώρησε να τσιακκάρει τους υπόλοιπους σκοπούς.

Του αρφά εκόλλησεν ο νους του, ούλλος ο κόσμος επροχώραν, τζείνος εκόλλησε σε μια λέξη «Κακώς». Για το περίπολο ήταν μια τακκωμένη σκοπιά, για τζείνον άλλο πέντε μέρες μακριά που την μιτσία, άλλο πέντε μέρες τζει μέσα κλεισμένος. Τα νεύρα του εν αντέχαν άλλο.

Έσυρεν το όπλο, εξαπόλυσε τζιαι τες τελαμώνες, επήδησε που τα ττέλια τζιαι επάλαρε του Μιραφίορι να πάει στο χωρκό του.

«Νεκρός εθνοφρουρός σε δυστύχημα που έγινε αργά χθες το βράδυ, στον παλιό δρόμο Λευκωσίας – Λάρνακας. Συμφώνα με τις πρώτες ενδείξεις, βασική αιτία ήταν η υπερβολική ταχύτητα»