Μοναξία

«Θα μιλήσω στην επόμενη γενέκα που θα δώ. Εν πάει άλλο, τι έχω να φοηθώ; Αν φάω χυλόπιττα, έφαα.»

Εμιλούσε μόνος του μες το αυτοκίνητο.

Πρωί, κατα η ώρα οκτώ παρα κάτι. Ούλλη η Λευκωσία κατευθήνετε προς το κέντρο, ο καθένας στην δουλεία του.

Πάντα ίσιεν πρόβλημα στο να ξεκινά συζητήσεις με άγνωστες γυναίκες. Καλά, καλά εν θυμάται ποιά ήταν η τελευταία φορά που επήρε το θάρρος να γυρίσει να δεί, πόσο μάλλον να μιλήσει σε γυναίκα που δεν ήταν μες την ευρήτερη του παρέα.

Η αλήθκεια εν οτι, εν ήταν το όνειρο κάθε γυναίκας.

Απείχε αρκετά που το πρότυπο του θεληματικού πηγουνιού του Γιωργούλλη τζιαι των κοιλιακών του Ρουβά. Κανονικός στο ύψος, κάπως αγύμναστος, κοντά μαύρα μαλλία, γυαλλία τζιαι περιποιημένο μούσι.

Το ντύσιμο του σχεδόν κλασσικό τζιαι σπορτίφ. Ριχτά πουκάμισα που να χώννουν την κοιλία που άρκεψε να σχηματίζεται λλίο μετά τα τριάντα, τζίν ή λινά παντελόνια τζιαι πολιτικά παπούτσια, λουστρίνια.

Ένα πρόσωπο, όμοιο με χιλίαδες άλλα που γυρίζουν καθημερινά στους δρόμους των πόλεων.

Σίουρα αδιάφορος στα μάθκια των απαιτητικων τζιαι κάπως φαντασμένων γυναικών που συνήθως επεριφέρουνταν στους τόπους που εσύχναζε.

Στα καφέ της Μακαρίου τζιαι τα μπαράκια της Σπύρου Κυπριανού, επιτυχία, έχουν συνήθως οι νεόπλουτοι επιχειρηματίες και οι γόνοι πλουσίων και διασήμων οικογενειών.

Ποια εννα γυρίσει να δεί την προσωποποίηση του μεσοαστού;

Την εικόνα κάποιου ανθρώπου που φωνάζει σε κάθε του κίνηση, ότι προσπαθεί, απεγνωσμένα να ανοίκει κάπου, που ακόμα τζιαι ο ίδιος καταλαβαίνει ότι εν ταιρκάζει.

Οι θεωρείες του για τις γυναίκες πολλές τζιαι διάφορες.

Οι ποίο βασικές, περιφέρουνται γύρω απο ιδέες του στύλ, «εν τζιαι εν ότι εν μπορώ να έχω γενέκα, απλά εν θέλω»

Γενικά στις παρέες εν ο πρώτος που θα εκφέρει άποψη για τις σχέσεις, ο πρώτος που θα περιπαίξει κάποιον που την έπαθε που γενέκα, ο πρώτος που θα ισχυριστεί ότι η μοναξία εν καλύτερη.Η μοναξία που κάθε νύχτα σκοτώνει τον.

Αρνούμενος να σταθεί μπροστά που τες ανασφάλειες του, προσπαθεί να ταιρκάσει σε ένα στερεότυπο, για να εν αποδεχτός που τους υπόλοιπους του κοπαθκιού.

Προσπαθεί να πείσει τον κόσμο ότι αποφεύγει τες φιλενάδες επειδή εν ούλλες οι ίδιες, ότι οι καλύτερες γενέτζιες εν οι παντρεμένες-χωρισμένες που γυρεύκουν τεκνά για να τα συντηρούν τζιαι ότι τζίνος εν θέλει πελά πας την κκελλέ του, επειδή αρέσκει του να γυρίζει με όποια γενέκα γουστάρει.

Έστω τζιαι αν ο ίδιος τρέμει στην ιδέα να ξεκινήσει κάτι με οποιαδήποτε.

Έστω τζιαι αν το μόνο που πραγματικά χρειάζεται, είναι ένα πλάσμα να τον αγαπήσει.

Στα επόμενα φώτα άνοιξε το παράθυρο να μιλήσει στην κοπέλλα στο αυτοκίνητο δίπλα του.

Εγύρισε να τον δεί. Τζίνος εγύρισε που την άλλη, τάχα κοιτώντας αδιάφορα το πεζοδρόμιο.

«Έννεν πολλά ωραία τούτη..», εσκέφτηκε. Τζιαι επροχώρησε να πάει δουλεία.