25
Oct 12

Ο κήπος

Σαν κηπουρός, εν είμαι τζιαι πολλά συνεπής. Ούτε τζιαι πολλά καλός, αλλά εν που τες αγαπημένες μου ασχολίες. Γεμώννει με ένα αίσθημα δημιουργίας, μια ικανοποίηση άμα θωρώ τα δεντρά τζιαι τα λουλούδια να ανθίζουν τζιαι να πλημυρίζουν την αυλή μου.

Νομίζω ότι εν κάτι που πηγάζει που την παιδική μου ηλικία. Εμεγάλωσα σε μια αυλή διαρρυθμισμένη ανάλογα της εποχής τζιαι με βάση τες καλλωπιστικές ιδέες της γιαγιάς μου τζιαι της μάνας μου. Γεμάτη δεντρά τζιαι φκιόρα σφηνωμένα μέσα σε κκεσέδες του γιαουρτιού, σε τενεκκέδες του λαθκιού, σε γλάστρες, σε λασάνια, ακόμα τζιαι σε κομμένες μπουκάλες του νερού.

Η αυλή στο πατρικό μου το σπίτι, ήταν γεμάτη λογιών πολλών βλάστηση. Καττούθκια, σκυλλάκια, βασιλιτζιές, κόλιαντρο, θκιόσμη, τσαρτελλούθκια, γαρύφαλλα τζιαι τριανταφυλλιές. Είχαμε ένα περίεργο κακτοειδές, που άμα το χάρασσα εφκαλλεν ένα άσπρο υγρό που εκολλίτσιαζε. Ένα κυπαρίσσι έξω στο παγκέττο τζιαι ένα γιασεμί που εσκαρφάλλωνε πάνω σε ένα περίεργο, μεταλλικό κατασκεύασμα που έμοιαζε με σκελετό σιντριβανιού.

Ο κήπος στο πατρικό μου το σπίτι, ήταν ένα χάος  χλωρίδας. Ένας πράσινος πανικός.

Τούτη η ανοργανωσιά, η αταξία εδημιουργούσε μια πολλά συναρπαστική καθημερινότητα για μένα. Κάθε μέρα στον κήπο ήταν μια διαφορετική περιπέτεια.

Στον κήπο μου σαν ενήλικας, απέφυγα να δημιουργήσω τούτο το χάος. Ίσως επειδή άμα είσαι μωρό το χάος προκαλεί σου ενδιαφέρον, ενώ όσο μεγαλώνεις προκαλεί σου φόβο, ανησυχία. Υπάρχει ένα λασάνι με λαχανικά, στην μέση το γρασίδι τζιαι γυρώ, γυρώ παραταγμένα μερικά δέντρα τζιαι λουλούδια.

Τζείνο το ζεστό, καλοκαιρινό, απόγευμα, εκάθεσουν με τη μάμμα σε ένα σκαλάκι κοντά στο γρασίδι. Άνοιξα τα ποτιστήρκα για να ποτίσω τζιαι εβούρησα να έρτω κοντά σας για να μεν βρεχτώ.

Αντίθετα με εσένα, που χωρίς δεύτερη σκέψη, εσηκώθηκες τζιαι άρκεψες να βουράς πάνω, κάτω μες το γρασίδι, κάτω που τες καμάρες που εσχημάτιζε το νερό. Εγέλας, ανέμιζες σιέρκα τζιαι πόθκια, εφώναζες του νερού τζιαι άπλωννες να συνάξεις τες σταγόνες. Εσουππώσαν τα μαλλιά σου χώννοντας το πρόσωπο σου τζιαι έπλεες σε πελάγη ευτυχίας.

Έκαμα να σε πιάσω, αλλά η μάμμα σου είπε μου «Άφηστην».

Έκατσα πίσω, να σε θωρώ να παλιώνεις με το ποτιστήρι τζιαι να κατευθύνεις το νερό σε ανεξέλεγκτες πορείες. Να νευριάζεις που το νερό πιτά με δύναμη στα μούτρα σου αλλά με πείσμα να επιστρέφεις τζιαι να προσπαθείς να το ελέγξεις.

Ενάμιση χρονό πλασματούι έδειχνες μου, ίνταλως ανύποπτα μέσα που τα χρόνια, η περιπέτεια χάννεται τζιαι την θέση της πιάνει η ρουτίνα. Έφκαλα σου την φανέλα για να μεν κρυολογήσεις, τζιαι άφηκα σε τιτσιρού, ανέμελη να απολαύσεις τον υδάτινο πανικό του κήπου.


04
May 11

Περιμένοντας..

Εχτές είδα το πρόσωπο σου για τελευταία φορά που την τηλεορασούα του γιατρού. Την επόμενη φορά που εννα συναντηθούμε, εννα είσαι έξω που την ζεστασιά τζιαι την ασφάλεια του σώματος της μάμας. Ακόμα ένας άνθρωπος έξω στην απεραντοσύνη τζιαι την αβεβαιότητα του κόσμου μας.

Αν τζιαι όσο είσαι μέσα στην κοιλιά της μάμας, νιώθω ότι κάπως αγνοώ την ύπαρξη σου. Μάλλον εν επειδή εν άρκεψες ακόμα να κλαίεις τζιαι να θέλεις άλλαμα τζιαι φαί. Καμιά φορά την νύχτα κλωτσάς με δύναμη τζιαι νώθω σε, την ώρα που κρατώ την μάμα αγκαλιά.

Την ώρα που σε θωρώ στην οθόνη του γιατρού, γεμώνει η ψυσιή μου συγκίνηση. Κάθε φορά τζιαι πιο μεγάλη, πιο ολοκληρωμένη. Σάννα τζιαι παλεύκεις με το σύμπαν για να γίνεις άνθρωπος. Θυμούμαι που ήσουν μια κουκκίδα στην οθόνη τζιαι έβαλε μας ο γιατρός να ακούσουμε την καρδιά σου. Τωρά θωρώ σε που δυσανασχετείς άμα σε ταράσσει ο γιατρός τζιαι νεκατώνεις τα σιερούθκια σου. Μια φορά εχασμουρήθηκες τζιαι μια άλλη εδώκαμε πάνω σου την ώρα που έφκαλλες την γλώσσα σου έξω. Αν το έκαμνε οποιοδήποτε άλλο μωρό τούτο, εν θα εντυπωσιάζουμουν. Εσένα όμως είδα σε να γίνεσαι που το τίποτε σε κάτι. Σε κάτι που έσιει, κάτι που εμένα τζιαι που την γενέκα που αγαπώ, μέσα του.

Ξέρω ότι κοντεύκουν οι μέρες να φκείς που τζιαμέ που είσαι. Με τον πιο έντονο τζιαι σχεδόν βίαιο τρόπο που υπάρχει ίσως στον κόσμο. Φωνάζοντας τζιαι κλαίοντας. Φοιτσιασμένη τζιαι απορημένη για τούτο τον καινούργιο κόσμο που έρκεσαι να γνωρίσεις. Τζιαι εγώ φοιτσιασμένος τζιαι απορημένος είμαι. Πως να σε πιάσω, πως να σε ταΐσω, να σε λούσω, να σε αλλάξω. Το ότι εκάμαν το χιλιάδες άλλοι πριν που μένα τούτο, εν με καθησυχάζει καθόλου.

Εν ξέρω αν είμαι έτοιμος να γίνω πατέρας. Νομίζω ότι κανένας έννεν έτοιμος. Εν υπάρχει κάποια διαδικασία που σε προετοιμάζει να είσαι ο απόλυτα υπεύθυνος για την ζωή κάποιου ανθρώπου. Έτοιμος είσαι όταν περιμένεις να αντιμετωπίσεις κάτι το γνώριμο. Το να περιμένεις το πρώτο σου μωρό εν κάτι το εντελώς άγνωστο τζιαι πρωτόγνωρο. Ξέρω ότι είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω τες ευθηνές που προκύπτουν τζιαι τούτο αρκεί.

Είμαι έτοιμος να σε αγαπήσω, να σε μεγαλώσω, να σε βοηθήσω τζιαι να ζήσω δίπλα σου όσο μπορώ τζιαι όσο με αντέξεις.

Άμα σε σκέφτουμαι, γεμώνει με ένα συναίσθημα που εν μπορώ να το περιγράψω με μια λέξη.  Εν ούλλες οι όμορφες στιγμές που έζησα ως τωρά, συμπυκνωμένες σε μια εικόνα. Σάννα τζιαι μαζεύκω όσα έζησα, όσα νιώθω τζιαι όσα έμαθα, σε ένα δοχείο τζιαι περιμένω να σου τα δώκω μόλις γεννηθείς.

Τζιαι ανησυχώ, άμπα τζιαι ξεχάσω τίποτε τζιαι εν τα καταφέρω να σε προστατέψω που τον κόσμο. Πρέπει να χωνέψω ότι εν σημαντικότερο να σε μάθω πως να μαθαίνεις, παρά να προσπαθήσω να σε μάθω ότι ξέρω.

Ίσως να έσιεις εσύ παραπάνω πράματα να με διδάξεις, παρά εγώ εσένα. Πράματα που εξέχασα τζιαι νοσταλγώ. Ίσως να εν τζιαι γιαυτό που ανυπομονώ τόσο πολλά να έρτεις. Για να με γλυτώσεις που την μονοτονία του κόσμου τζιαι να μου δείξεις την άλλη πλευρά της ζωής.

 


30
Mar 11

Μήνυμα.

Εσκέφτηκα πολλά σοβαρά να τα βαώσω ούλλα τζιαι να πάω έσσω μου.

Έκατσα που έκατσα τόσον τζιαιρό, λαλώ, να βάλω μια ταπέλλα πάνω “Κλειστό μέχρι νεωτέρας” τζιαι να φκώ σε όνλαιν σύνταξη.

Έγραψα τζιαι το κειμενούι μου, έβαλα το καππέλο μου, εστάθηκα στην πόρτα τζιαι εγύρισα πίσω μου.

Είδα τους καναπέδες, τα τραπέζια, τα module τζιαι τα themes, εγεμώσαν τα μάθκια μου.

Έμετροφύλλισα τες σελίδες του μπλόγκ τζιαι είδα κομμάθκια της ψυσιής μου αφημένα, τόπους, τόπους. Συσταρισμένα, τζιαι αποθεμένα προσεχτικά. Όπως τα χανναπούθκια που είσιεν η γιαγιά μου διακοσμημένα μες την γυάλλενη την αρμαρόλλα.

Άφηκα την τσέντα μου στο πάτωμα, έβαλα το καππέλλο μου πίσω στον καλόγερο τζιαι έκατσα στο τραπέζι για λλίο. Εχαλάρωσα την γραβάτα μου, άναψα τζιαι ένα τσιάρο τζιαι έκλεισα για λλίο τα μάθκια μου. Εν άκουσα τίποτε. Ησυχία.

Επήρα μιαν βαθκιάν ανάσα. Πλαστικό τζιαι σύρματα.

Τζιαι εκατάλαβα ότι τούτο εν δικό μου σπίτι. Τζιαι κάμνει μου καλό. Η ησυχία, η ηρεμία που μου διά το να αποτυπώνω τες σκέψεις μου σε μια οθόνη, τζιαι να τες φυλάω σε ένα ντάταπέις.

Έκλεισα την πόρτα τζιαι άναψα ξανά τα φώτα.

“Θέλει βάψιμο” εσκέφτηκα. “Να συσταρίσω τα πράματα μου τζιαι να πιάσω δουλειά”.

“Εσύ τι λαλείς Ρέα; εννα βοηθήσεις τον παπά”

Έσουσε πάνω, κάτω την κκελλούα της, καταφατικά.

“Άτε, τζιαι εννα σου γράφω τι σκέφτουμαι τωρά που είμαι νέος. Επειδή άμα γεράσω, μπορεί να γίνω τζιαι εγώ όπως τους γέρους που ξηχάννουν ύνταλως είναι να είσαι μιτσής τζιαι συναισθηματικός.”

Εχαμογέλασε. Έκατσε στην καρέκλα δίπλα μου τζιαι ετέντωσε την πλάτη της για να φτάνει να βάλει την κκελούα της πάνω στο τραπέζι. Έβαλε τα θκύο της σιέρκα βάση τζιαι εκούμπησε το πιγούνι πάνω στες παλάμες της. Έμεινε να με θωρεί χωρίς να μιλά. Είπε μου όμως με τα μάθκια της “Ακούω.”

“Ακόμα τζιαι τωρά που εν ξέρω πως μοιάζεις, κόρη μου. Ξέρω ότι θέλω μια μέρα να κάθεσε σε μια καρέκλα, να θκιαβάζεις τι έγραφα κάποτε τζιαι να νιώθεις ότι κάθουμε τζιαι εγώ δίπλα σου τζιαι αφηγούμαι σου τα. Σαν μια νοητική σύνδεση, που ξεκινά τωρά που ακόμα εν ήρτες στον κόσμο τζιαι εννα συνεχίσει ίσως τζιαι μετά που εν θα είμαι εγώ στον κόσμο. Θέλω αν μέν ‘ννεν άλλο, να σου αφήκω κληρονομιά, κομμάθκια που την ψυσιή μου, επειδή εν τα πιο πολύτιμα κομμάθκια του εαυτού μου.”

Δώστε μου λλίη ώρα να ανασάνω, τζιαι είμαι πίσω.

Joshoua