Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 13ο]

«Αφου εννα πεθάνω, που εννα πεθάνω. Ήντα να κόψω το τσιάρο; Εννα αρκέψω να πίννω τζαι παραπάνω τωρά που είμαι άνενοιας.» έτσι ελάλεν η Νίκη στες αρκές που έμαθε ότι έσιει καρκίνο. Όντως έτσι έκαμε. Ως την τελευταία της μέρα, εκάπνιζε όπως το φουγάρο της τσιμινιάς.

Ούτε των κοπελλουθκιών της άκουε, ούτε του γιατρού της. Με τον τρόπο που εσυμπεριφέρετουν ήταν σάννα τζαι είπε της καλά νέα ό γιατρός ότι εν έσιει πολλή τζαιρό ακόμα να ζήσει. «Ως πολλάτε» ελάλεν «να με βάλουν μες τον λούκκο να πνάσω που τούτον τον κόσμο». Απαγόρευσε τον κοπελλουθκιών της να ξοθκιάσουν ριάλλια να την πάρουν γιατρούς. «Παλιόν αυτοκίνητο ήντα να το σάσετε κόρη μου. Αφήστε με να πάω στο καλό.»

Ο γιατρός έππεσε μέσα. Έξι μήνες ζωής της έδωκε. Στους έξη μήνες, εθάψαν την Νίκη. Στην κηδεία, εγέμωσεν η εκκλησιά, δεν είσιε τόπο να θκιαλλάξεις. Συγγενείς, φίλοι που τα παλιά, ήρταν να την ποσιερετήσουν. Τζαι την ώρα που την ελουκκώνναν, εστέκουνταν που πανωθκιόν της τα πέντε της τα κοπελλούθκια. Σαν τους αγγέλους, εθωρούσαν που ψηλά την μάνα τους, να την καταπίννει σιγά, σιγά η γή. Τζαι τζείνη αμίλητη, με κλειστά τα μάθκια, ήρεμη ίσως για πρώτη φορά μετά που χρόνια.

Στο σπίτι, εστραφήκαν οι κοντινοί συγγενείς να πιούν καφέ. Η Ελενίτσα έψηννεν καφέδες, ενώ η Αγγέλα τζαι η Χρυσούλα εσερβήραν χαλλούμι τζαι κουλλούρι. Ο Φάνος, εκάθετουν με τον Γιώρκο έξω στο τραπέζι της αυλής, κάτω που την κλιματαρκά. «Ρε, του τζυρού σου είπε το κανένας;» είπε ο Φάνος. «Ποιού τζυρού μου ρε Φάνο. Έχουμε τζυρη;»

Ο Φάνος ήταν το μόνο κοπελλούι που δεν αθυμάτουν καθόλου τον Αντώνη. Εν τον εγνώρισε ποττέ. Η Χρυσούλλα είσιεν τον σε μια γωνιά του μυαλού της, σαν μια μαυρόασπρη ανάμνηση, θωλή τζαι ξεβαμμένη. Οι άλλοι εθυμούνταν τον καμπόσο. Ο Φάνος, δεν ήξερεν καν πως εν η φάτσα του.

«Έχουμε ρε Γιώρκο. Εν στην Αγγλία. Πως εν εφάνηκεν τόσα χρόνια, εν σημαίνει πως έννεν τζύρης μας.» ο Φάνος εκόμπιασε λλίο. «Εσκέφτουμουν να πάω να τον έβρω.» είπε τζαι εγύρισε το βλέμμα του στον αρφό του.

Είδαν για λλίο ο ένας τον άλλο. «Λαλείς μαλακίες.» είπε ο Γιώρκος στον Φάνο. «Πως εννα τον έβρεις; Που εννα τον έβρεις; Γιατί να τον έβρεις; Τζαι πως δαίμονα σου ήρτε να ανοίξεις έτσι συζήτηση στην κηδεία της μάνας μας;»

«Εν θέλεις να μάθεις ποιος ένει; Εν έσιεις ερωτήσεις; Εν σε τρώει το ότι εν ήταν δαμέ τόσα χρόνια;»

«Ούτε με τρώει η περιέργεια ούτε τζαι θέλω να μάθω ρε Φάνο. Στο κάτω, κάτω εν υπάρχει περίπτωση να τον έβρεις. Μετά που τόσα χρόνια. Δαμέ εν τον ήβρεν η μάνα μας, που έθελεν να τον έβρει. Εννα τον έβρεις εσού που ούτε καν ξέρεις πως μοιάζει;»

«Έσιει τζαιρό που το νεκατώννω ρε Γιώρκο. Ξέρω πώς να τον έβρω.» Εκάτσαν άλλο κανένα μισάωρο ο ένας καρτζιήν του άλλου αμίλητοι. Ο Γιώρκος εσηκώθηκε τζαι επήε μέσα. Ο Φάνος εκούμπησε στην καρέκλα της βεράντας σκεφτικός.