Ο χάκερ

Κατά τες 2 το πρωί, άνοιξε την πόρτα του γραφείου του. «Ακόμα είσαι δαμέ;» ερώτησε, αγουροξυπνημένη τζαι λλίο πειραγμένη που ο άντρας της προτιμά να περνά τον χρόνο του με ένα υπολογιστή παρά μαζί της.

Το πρόσωπο του, φωτισμένο που την οθόνη του λάπτοπ τζαι δίπλα του ένα τασάκι με καμιά δεκαρκά μισοκαπνισμένα τσιγάρα. Αναμένη μια λάμπα πράσινη, με χρυσό λαιμό να φωτίζει ένα διαφημιστικό μπλόκ σημειώσεων. Χωρίς να γυρίσει να την δει απάντησε «Ένα λεπτό, Μαρία μου, μιλά μου τωρά ένας, νομίζω έφκαλα άκρη. Τώρα τζαι να δείς».

«Άχ, ρε Παντελή. Καμιά φορά, σηκώννεις μου τα μαλλιά της τζιεφαλής μου με τούτη τη ξεροτζιεφαλιά σου. Ήντα κάθεσε μες τα μαύρα χαράματα πας το κομπιούτερ του μωρού. Τι γυρέυκεις; Εν τα είπαμε τόσες φορές;»

Εγύρισε την καρέκλα του προς το μέρος της. Ίσιωσε την τελαντωτή, άσπρη του φανέλλα για να καλύψει την τζοιλιά του. Ποιος μπορεί να πάρει στα σοβαρά, ένα κκέλη σαρανταπεντάρη, με τζοιλιά όπως την παττίχα, σώβρακο, κλάτσες τζαι τελαντωτή φανέλλα; Εσουλουππώθηκε τέλοσπαντων, όπως εμπορούσε, ίσως για να δώσει έμφαση τζαι κύρος στο λόγο του.

«Μαρία, είμαι σίουρος ότι μες τούτα τα ίττερνετ τζαι τα τσιάτ, που μπαίνει η κόρη σου, έσιει ανώμαλους. Εν μου το φκάλλεις που το νού. Θα κάτσω δαμέ ώσπου να μου μιλήσει ένας πουτούτους έτσι για να σας το δείξω να βάλετε νου.»

Η Μαρία, είδεν τον με απορία τζαι συγκρατημένα εκνευρισμένη, ερώτησε. «Πως περιμένεις να σου μιλήσει; Έσιεις κάποια στρατιγική δηλαδή;»

Σάννα τζαι εκατάλαβε ότι τζείνο που έκαμνε εν ήταν το πιο λογικό τζαι αποδεκτό πράμα. Απάντησε της όμως, μουθκιασμένα. «Εεεεε, έτο. Εμπήκα σε ένα που τα κανάλια που μπαίνει τζαι μιλά, τζαι έβαλα όνομα Omorfi14».

Αγανακτισμένη, νυσταγμένη τζαι στα όρια του νευρικού κλονισμού, είπε του «Είσαι ένας μεσήλικας, που κάθεσε μπροστά που ένα λάπτοπ η ώρα 2 το πρωί, με παρατσούκλι λολίτας τζαι καρτεράς να μιλήσεις με άλλους αρσενικούς. Εμίλησε σου κανένας ανώμαλος ως τωρά;»

«Εεεε, όι, μόνο κάτι μιτσιοί που το Λύκειο της Ακρόπολης που με ερωτήσαν αν θα πάω στο Cineplex την Παρασκεύη.» είπε.

«Καλά ρε Παντελή, εν το έκοψε ο νούς σου ότι αν σε ανακαλύψει κανένας, εννα σε πάρουν μέσα αδίκαστο; Κάθεσε τζαι κάμνεις την κορούα, για να μιλάς με μιτσιούς; Ο ανώμαλος που γυρεύκεις εν μες τούτο το δωμάτιο που κάθεσε τόση ώρα!»

«Πούντον ανώμαλο ρε Μαρία…»

«Εν μεταξύ του πληκτρολογίου τζαι της καρέκλας ρε Παντελή». Είπε, έβαλε τα σιέρκα στες πούντζιες της ρόπας τζαι έφυε. Ο Παντελής, έγυρε πίσω την κκελλέ του, έμεινε να θωρεί λλίη ώρα το ταβάνι σκεφτικός τζαι έκλεισε προσεκτικά την οθόνη του λάπτοπ.