01
Aug 16

Μέρα 19η

Αγαπημένη μου Ρέα,
Που ούλλα όσα ανακάλυψα για τον Αντρέα Γεωργίου, τζείνο που με επροβλημάτισε παραπάνω εν το ότι εκεράτωνε την γεναίκα του. Λαμβάνοντας υπόψη το πώς σκεφτούμαστε τον κόσμο γυρώ μας τζαι το πώς υπολογίζουμε τους παράγοντες που μας ωθούν να δρούμε διαφορετικά που το αναμενόμενο, ο Αντρέας δεν είσιεν λόγο να κερατώνει τη Μαρία.

Κατ’ αρχάς ήταν πλούσιος. Όχι μυθικά πλούσιος, αλλά ήταν αρκετά πλούσιος. Η οικογένεια του εφαίνετουν να επήαιννε καλά. Είσιεν θκυο μωρά. Μια κόρη τζαι ένα γιο που εφαίνετουν να τον αγαπούν τζαι να τα αγαπά. Η γεναίκα του, όμορφη, συσταρισμένη, περιποιημένη. Που τες γεναίτζες που άμα γυρίσουν να σε δουν, χάννεις τα λόγια σου τζαι αντρέπεσαι σάννα τζαι είσαι σε πάρτι στο γυμνάσιο. Που το δρώμα της πρέπει να έσιει γεύση ροδόσταμμα τζαι η μυρωθκιά της να μοιάζει με καλοτζαιρινή νύχτα στο δάσος.

Τζαι όμως, Ρέα μου. Να το θυμάσαι πάντα. Έσει πλάσματα που δεν χορτάννουν. Θέλουν τζι άλλο, τζι άλλο, τζι άλλο. Τρων που την ζωή, ό,τι τους διά. Τρων τζαι που γυρώ τους. Τζαι δεν τους κανεί. Σαν τον λάκκο η ψυσιή τους. Το στομάσι τους, ό,τι ππέσει μέσα χάννεται. Όπως τες ακρίδες ξεκληρίζουν ένα χωράφι τζαι ύστερα παν στο δίπλα. Ώσπου να βρεθεί κάποιος να σταθεί ομπρός τους τζαι να τους σταματήσει. Πρόσεξε, τούτη η αχορτασιά που έχουν, εν ένστικτο.

Εν τζαι εν συνειδητά. Εν τζείνος ο εγωκεντρισμός, η αναισθησία που τους κουντά να συμπεριφέρουνται έτσι. Να μεν εκτιμούν τζείνο που τους έδωκεν το σύμπαν, τζαι να απλώνουν, όπως το γαίμα που απλώνει στο παμπάτζι, να συνάξουν τζι άλλα.

Ομπρός του Αντρέα εστάθηκα εγώ λοιπόν. Τζείνο το απόγευμα της Πέμπτης. Αποφάσισα ότι κάπου πρέπει να σταματήσει τούτο το καραγκιοζλίκκι. Όπως κάθε φορά, ακολούθησα τον μέχρι το παλιό κτήμα στες Χαλεπιανές.
Επάρκαρα το αυτοκίνητο μακριά, πίσω που μια καφκάλλα τζαι επλησίασα παρπατητός. Η γκόμενα έφτασε μετά που λλίο. Τζείνη τη μέρα, με το θωρακισμένο, μαύρο BMW. Εκατέβηκεν να ξεκλειδώσει την πόρτα. Εφόρεν φόρμες. Στενό κολάν μαύρο, ένα ροζ ξεμάσχαλο μπουστάκι τζαι πράσινα αθλητικά παπούτσια. Επροχώρησε μέσα περπατητή, τζαι τζείνος πίσω της, σαν τον σιύλλο που έπιαε μαλαή. Όπως την εθώρουν που πίσω, για κάποια δευτερόλεπτα, ένιωσα να κατανοώ τες πράξεις του Αντρέα. Μέσα που ένα ζωώδη, περίεργο τρόπο ενσυναίσθησης, για λλίο αντιλήφθηκα το γιατί συμπεριφέρεται έτσι.

Μόλις εμπήκαν μέσα στο σπίτι, έριξα μια τελευταία μαθκιά στην τσάντα που είχα στους ώμους μου. Εβεβαιώθηκα ότι ήταν ούλλα μου τα σύνεργα τζιαμέ. Ένα ταγκούι βενζίνη, δύο αναπτήρες, ένα πακέττο cable ties, ένα ρολό τέλλα, ένα μασιαίρι του ψαρέματος, κουκκούλλα χακκί τζαι τρία ζευγάρια γάντια του νοσοκόμου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, εκατέβηκα κάτω που την καφκάλλα τζαι επροχώρησα προς τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τζείνο το απόγευμα εσημάδεψε μας ούλλους.

Με αγάπη,
Ουρανός


29
Jul 16

Μέρα 18η

Αγαπημένη μου κόρη,

Στα σιέρκα μου εππέσαν πολλά βιβλία, πάντα άρεσκεν μου να διαβάζω. Ειδικά τωρά στην φυλακήν ο χρόνος είναι έναν αγαθόν που έχω σε άπειρες ποσότητες, οπόταν, κατά κάπκοιον τρόπον βολεύκει με να τον αξιοποιώ με το να βουττώ στις σελίδες κάπκοιου βιβλίου. Λοιπόν, έναν που τα βιβλία που με εντυπωσιάσαν είναι το «Ηλεκτρικόν Πρόβατον».
Εν θα σου πω πολλά για το βιβλίον τούτον, έν’ πάνω στην βιβλιοθήκην μας, στο τρίτον ράφιν ξεκινώντας που το πάτωμαν. Έναν πορτοκαλίν βιβλίον του Φίλιπ Κ. Ντικ. Θκιάβασ’ το.

Ο πρωταγωνιστής, ένας κυνηγός επικηρυγμένων, χρησιμοποιεί έναν τεστ ενσυναίσθησης για να διακρίνει εάν το πλάσμαν που έσιει μπροστά του έν’ άνθρωπος ή ανδροειδές. Τα ανδροειδή δεν διαθέτουν ενσυναίσθηση. Σε ερωτήσεις του είδους «Μια χελώνα, αναποδογυρισμένη στο καβούκι της, βρίσκεται μπροστά σου, πώς αντιδράς;», ένας άνθρωπος, θεωρητικά, θα απαντούσεν ότι θα βοηθούσεν την σιελώναν.

Στην ερώτησην «Ένας άνθρωπος είναι κλειδωμένος σε έναν αυτοκίνητον που κρούζει τζαι χτυπά τα τζιάμια προσπαθώντας να αποδράσει, πώς αντιδράς;», ένα ανδροειδές θα απαντούσε ότι θα τον αγνοούσεν. Στην περίπτωσην την δική μου, εγώ τον εκλείδωσα μέσα, έγω έβαλα φωθκιά του αυτοκινήτου τζαι εγώ έκατσα απέναντι βλέποντας τον να κρούζει. Είμαι ανδροειδές; Είμαι άνθρωπος; Τελικά, έν’ η ενσυναίσθηση που μας ξεχωρίζει που τα ζώα;
Εγώ εν τον ελυπήθηκα, ούτε για έναν λεπτόν.

Όπως σου εξήγησα, τα πράματα που ξυπνούν έναν πλάσμαν είναι η πάλη για το σεξ τζαι η πάλη για τη ζωήν του. Στο σχέδιον μου υπήρχαν τζαι τα θκυο.

Ο Ανδρέας Γεωργίου ήταν έναν πλάσμαν της συνήθειας. Της ρουτίνας. Ακολουθώντας τον κάπκοιες φορές, ανακάλυψα ότι δύο φορές τον μήναν έπκιαννεν τον δρόμο των Χαλεπκιανών. Μετά, μέσα που έναν χωματόδρομον, έφκαιννεν σε έναν παλιόν χωράφιν. Γύρω που το χωράφιν, ττέλιν τζαι παλιά σκονισμένα κυπαρίσσια, ενώ στην μέσην του χωραφκιού, έναν παλιόν σπίτιν. Ποτζείνα που εκτίζαν οι Κυπραίοι την δεκαετίαν του ’80 για εξοχικά. Μικρόν, με μιαν κούγκρενην βεράντα τζαι τσίγγενην πέρκολαν. Τούτη η διαδικασία εγίνετουν νωρίς το απόγευμαν.

Επαρκάρισκεν έξω που τον φράχτην. Μετά που κανέναν δεκάλεπτον, έρκετουν έναν άλλον αυτοκίνητον. Κάπκοιες φορές ήταν έναν Range Rover Evoque κόκκινον τζαι κάπκοιες άλλες έναν θωρακισμένον μαύρο BMW 760Li High Security. Που την θέσην του οδηγού εκατέβαινεν πάντα μια ξανθιά γυναίκα. Περιποιημένη, γύρω στα σαράντα. Συνήθως με ταγιέρ ή τζαι κάπκοιες φορές με βελούδινες φόρμες γυμναστικής. Που μακριά εφαίνετουν αρκετά όμορφη. Σάνναν τζαι ο ράφτης είσιεν την φωτογραφίαν της την ώραν που έραφκεν τα ρούχα. Που τζείνες τες γεναίτζες που ξοθκιάζουν έναν δείλις σε κρέμες όσα εξόθκιαζα εγώ κάθε μήναν για να σε αναγιώσω.

Τζείνος άννοιεν το παράθυρον του, ανταλλάσσαν έναν φιλίν. Μετά τζείνη εξεκλείδωνεν την τσακροκλειδωνιάν της πόρτας τζαι έμπαιννεν μέσα στο χωράφιν με το αυτοκίνητον. Μέσα στο μικρόν σπίτιν, εκάμναν πράματα κρυφά που τον άντραν της τζαι κρυφά που την γεναίκαν του.

Με αγάπη,
Ουρανός


26
Jul 16

Μέρα 17η

Αγαπημένη μου Ρέα

Διερωτάσαι, είμαι σίουρος, γιατί μου έγινε εμμονή τούτος ο άθθρωπος. Οι πράξεις μου δεν ήταν χωρίς λόγο. Είπα σου ξανά, ό,τι έκαμα έκαμα το για μένα. Για την δική μου ικανοποίηση. Τι έφταιξε το ξένον το πλάσμα; Τι έφταιξε ο Ανδρέας Γεωργίου;

Χριστέ μου, τι κοινότυπον όνομα. Τι κυπριακόν όνομα. Ένας «κανένας», ένας «τίποτε», ένας νεόπλουτος γιάπης. Αν ο κόσμος ήταν ένα παιγνίδι του λούναπαρκ, ποτζείνα που έν’ γεμάτα δώρα, τζαι έσει έναν μικρό γερανό ‘που πάνω τους, ο οποίος στην τύχη τραβά πουλούκκους, τότε οι πιθανότητες να τραβήσει έναν ‘που τούτους τους τύπους θα ήταν παραπάνω που πενήντα τα εκατό.

Αλλά όχι, δεν τον εστοχοποίησα επειδή ήταν άχρωμος τζαι κοινότυπος. Εδίαν μου την στα νεύρα η αναισθησία του. Το ποζεριλίκκι με το οποίο επαρπάταν, τα ρούχα που εφόρεν, τα πράματα που εκράταν, ούλλα σε μια σειρά. Συγυρισμένος, άσπιλος, σαν άσπρο σπίτι στες φωτογραφίες των ταξιδιωτικών περιοδικών για Ελλάδα. Ούλλα πάνω του να εκπέμπουν μιαν τόσο εγωκεντρική, καθαρή, αναίσθητη τζαι συνάμα τέλειαν αναισθησία.
Πώς γίνεται να υπάρχουν τέθκοιοι άνθρωποι που την στιγμήν που ο κόσμος γυρώ τους έν’ κώλος;
Αλήθκεια, εγώ πιάννω τον εαυτό μου κάποιες φορές χωρίς τίποτε να κάμω. Τζαι αμέσως σφηνώννουν μες στον εγκέφαλο μου σκέψεις απελπισίας. «Τίποτε δεν έσει σημασία, ούλλοι εννά πεθάνουμε κάποτε, ο πολιτισμός μας έν’ έναν μεγάλο ψέμα.»

Το σπίτιν του Ανδρέα Γεωργίου μοιάζει να εφκήκεν ‘που σελίδα στο ίντερνετ. Τζιαμαρίες να βλέπουν έξω στην πισίνα, τζαι μέσα τα έπιπλα, προσεχτικά βαλμένα με τρόπον που δεν ενοχλούν το μμάτι, αλλά την ίδια ώρα δεν αφήννουν τον χώρο να μοιάζει γυμνός. Ποιος θκιαλέει τα χρώματα να έν’ τόσο προσεγμένα; Ποιος τα συνδυάζει τόσον όμορφα, τόσον καλά; Πόσον αποκομμένος πρέπει να έν’ ο εγκέφαλος σου για να διάς τόση σημμασία σε πράματα. Πράματα αγάπη μου, ξύλα, μέταλλα, μάρμαρα. Άχρηστα, άψυχα, αιώνια πράματα.

Εν σου κρύφκω ότι κάποιες Κυριακές, άμαν επήαιννεν στο εξοχικόν στον Πρωταρά με την γυναίκα του, έμπαιννα κρυφά μες στο σπίτι του. Εκάθουμουν στην δερμάτινην αναπαυτικήν του καρέκλα, έβαλλα τα πόθκια μου να ξεκουραστούν στο στουλ μπροστά, τζαι παρέα με έναν ποτήρι ‘που το κονιάκ του εχάζευκα τους φύκους να ρίφκουν τα φύλλα τους στην πισίνα. Στα πόθκια μου ο κάττος του να γουργουρίζει τζαι εγώ να ρέσσω τα δάχτυλα μου μέσα ‘που το βαθύν του τρίχωμα.

Τούτη η ηρεμία, τούτη η απομονωτική ηρεμία. Έν’ λογικόν να τον ερούφησεν μέσα της τζαι να τον ανάγκασε να αδιαφορήσει για τον υπόλοιπον πλανήτη. Ο Ανδρέας Γεωργίου έπρεπε να ξυπνήσει, να ζωντανέψει. Τι μπορεί να ξεσηκώσει κάποιον άνθρωπο; Θκυο πράματα. Είτε η πάλη για το σεξ είτε η πάλη για την ίδια την ζωή του.

Με αγάπη,
Ουρανός


23
Jul 16

Μέρα 16η

Αγάπη μου,

Έκαμα καλήν προεργασίαν πριν να πλάσω το σχέδιον δράσης μου. Όπως σου είπα, επερίμενα τον καθημερινά στο ίδιο σημείο, απέναντι ‘που την τράπεζαν. Εσημείωσα, φυσικά, τα νούμερα του αυτοκινήτου του τζαι τες ώρες που έρκετουν, πόσην ώραν εκάθετουν στην ΑΤΜ τζαι πκοιες φορές έμπαιννεν μέσα στο κατάστημαν. Τα ρούχα που εφορούσεν, πότε εκράταν καφέ, πότε έτρωεν κάτι.

‘Εν φάνταζεσαι πόσα μαθαίνεις για την φύσην του ανθρώπου άμμα παρακολουθείς κάπκοιον. Στην αρκήν έν’ βαρετόν, αλλά όσο περνά ο τζαιρός, αρκέφκεις τζαι ενθουσιάζεσαι. Εθίζεσαι όπως τες κοτζιάκαρες που εθίζουνται στα Panadol. Άρχισα να προβλέπω την κάθε του κίνησην. Επέρασα σε έναν αρχείον της Excel τες παρατηρήσεις μου τζαι σιγά-σιγά άρχισα να δημιουργώ ώς τζαι μοτίβα μέσα ‘που γραφικές παραστάσεις. Νομίζουμεν ότι είμαστεν ελεύθεροι. Είμαστεν, όμως, σκλάβοι της ρουτίνας, της καθημερινότητας.

Ο παρέας, άμμαν ετράβαν λεφτά που ‘την τράπεζαν, δεν εφύλαεν την απόδειξην. Έκαμνεν την έναν κουβαρούιν τζαι επέτασσεν την στον κάλαθον δίπλα. Άμμα έκαμνεν κατάθεσην, εδίπλωνεν την απόδειξην τζαι έβαλλεν την στην τσέπην. Καταθέσεις έκαμνεν κάθε δεύτερην Παρασκευήν, ενώ τα λεφτά ελείφκαν τζαι αναγκάζετουν να τραβήσει κάθε τρεις μέρες περίπου. Εμάζευκα τες αποδείξεις του τζαι ετοίμασα έναν φάκελλον. Ούτε ο λογιστής του δεν είσιεν έτσι αρχείον. Είδα ότι ετράβαν κάθε φοράν 400 ευρώ περίπου.

Πκοιος άνθρωπος τρώει 400 ευρώ σε 2-3 μέρες; Έσιει πλάσματα που τόσα πλερώνουνται τον μήναν. Ο παρέας πρέπει να είναι ματσωμένος, εσκέφτηκα. Αλλά πού τα ηύρεν; Τι δουλειάν κάμνει; Γιατί καταθέτει κάθε δεύτερην Παρασκεύην;
Μέσα ‘που το σύστημαν του Φόρου εκατάφερα να εύρω πολλά παραπάνω στοιχεία. Πώς το εκατάφερα; Με τα νούμερα του αυτοκινήτου του τζαι τον κωδικόν μιας μιτσιάς που μου τον είπεν μόλις της τον εζήτησα. Το σύστημαν έσιει τρόπον να βλέπει τι ψάχνεις τζαι πότε. Δεν θα ριψοκινδύνευα να μπω με τους κωδικούς μου. Το μόνον που εχρειάστηκεν ήταν να κάτσω στο γραφείον της τζαι να της πω «Δώσ’ μου τον κωδικόν σου για να σου αναβαθμίσω το σύστημαν σου».
Άλλη φτανή τζείνη. Διάς τον κωδικόν σου σε όπκοιον τον ζητήσει; Ούτε πως ορκίστηκε να προστατεύει τα δεδομένα του κόσμου που έν’ μέσα στο σύστημαν. Έν’ απίστευτον το τι μπορείς να αποκτήσεις, μόνον τζαι μόνον άμμα το ζητήσεις επιβλητικά τζαι με αυτοπεποίθησην. Όπως τζαι να έσιει.

Εύκολα ηύρα ούλλα τα στοιχεία της περιουσίας του. Όσα εδήλωσεν στον Φόρον δηλαδή. Τον αριθμόν φορολογικής ταυτότητας του, τα ακίνητα που έσιει πάνω του, τα αυτοκίνητα που έσιει πάνω του, το σπίτιν στον Πρωταράν, την Fatboy που μάλλον εγόρασεν για να παίζει τον ωραίον μες στην Μακαρίου τα Σάββατα το πρωί. Ηύρα την διεύθυνσην του.

Που τζείνην την μέραν, επήρα το παιγνίδιν μου σε έναν επίπεδον πκιο πάνω. Πλέον εμπορούσα να τον παρακολουθώ τζαι στην φωλιάν του, όχι μόνο στην τράπεζαν. Όσο έμπαινα μες στην ζωήν του, τόσον τον εμισούσα.

Ώς την επόμενην φοράν,
Ουρανός


20
Jul 16

Μέρα 15η

Αγαπημένη μου κόρη,
Άμμα φτάσεις τζαι κάμεις κάτι την πρώτην φοράν, απομυθοποιείς το, καταλαβαίνεις το. Με τον τζαιρόν μπορείς να γίνεις καλλύττερος, να αποδομήσεις το κάθε του κομμάτιν τζαι να μάθεις πώς λειτουργούν ούλλες οι παραμέτροι. Ούλλοι ενθουσιάζονται με την πρώτην επιτυχίαν. Η αίσθηση της αδρεναλίνης, η αντίδραση στο απροσδόκητον, το διαφορετικόν. Τούτοι έν’ οι παράγοντες που σε ωθούν να κάμνεις κάτι σωστά; Κάπκοιοι συνεχίζουν να λειτουργούν με τες μεθόδους που εδουλέψαν την πρώτην φοράν. Άλλοι προσπαθούν τζαι γίνουνται καλλύττεροι. Τούτη η διαδικασία διαχωρίζει τζείνους που θα εξελιχτούν σε ειδικούς ‘που τζείνους που θα μείνουν πάντα αρχάριοι. Εχρειάστηκεν πολλύς κόπος τζαι πολλή προσπάθεια για να καταφέρω να μεταμορφωθώ ‘που ένας λειτουργός του Τμήματος Πληροφορικής στο υπουργείον σε κινηματογραφικού επιπέδου φονιά. Μπορείς να πεις πολλά για μέναν, το πκιο σίουρον όμως είναι ότι ήμουν συγκλονιστικά καλός σε τζείνον που έκαμνα. Σωστά;

Μετά την πρώτην μου συνάντησην με τον τύπον έξω ‘που την τράπεζαν, άρχισα να ψάχνω τους λόγους που με κουντήσαν να του σύρω το ποτήριν με τον καφέν. Επίσης άρχισα να διερωτούμαι γιατί δεν αντίδρασεν, γιατί έμεινεν να με θωρεί σαν τον μαννόν. Είμαι σίουρος ότι μέσα ‘που τα email που στέλλει καθημερινά στον έναν τζαι στον άλλον παίζει το πολλά πκιο μάγκας τζαι πολλά πκιο αρτζιάτος απ’ ό,τι είναι στην πραγματικήν ζωήν.
Εστάθηκεν ακίνητος, λουμένος τον καφέν τζαι έβλεπεν με να απομακρύνουμαι ανενόχλητος. Ούτε μιαν ππουνιάν, μιαν ξητιμασιάν, κάτι ρε κουμπάρε, κάτι πρωτόγονο, κάτι αυθεντικό. Μηδέν. Ίσιαν γραμμήν.
Έγινεν μου έμμονη ιδέα ο τύπος. Άρχισα να τον θωρώ σαν πειραματόζωον, σαν το παιγνίδιν μου. Ήθελα να μάθω παραπάνω πράματα για τζείνον, να μπω μες στο σώμαν του, να δω τον κόσμον ‘που τα μμάθθκια του, να δοκιμάσω τα όρια του. Να καταλάβω τι έν’ τούτον που έσβησεν την άγριαν φύσην μας, που καταπιέζει τις αντιδράσεις μας, που ευνούχισε τον παλαιολιθικόν μας εαυτόν.
Κάθε μέρα, την ίδιαν ώραν, εκατέβαινα ‘που το γραφείον τζαι επήαιννα απέναντι ‘που την ATM που τον είχα συναντήσει την πρώτην φοράν. Επερίμενα όσον με έπαιρνεν. Κάπκοιες φορές δέκα λεπτά, άλλες φορές μισήν ώραν. Μιαν μέραν που έλειπεν η ανώτερη λειτουργός, επερίμενα ανάμιση ώραν. ‘Εν τζαι είσιεν κανέναν να με ελέγξει. Ήμουν σίουρος ότι μιαν μέραν θα έρκετουν ξανά. Είμαστεν ζώα της συνήθειας, άμμα μάθουμεν ένα μοτίβον, δύσκολα το αλλάσσουμεν. Όπως τα αγρινά που πίννουν νερό ‘που την ίδιαν πηγήν, μέραν παρά μέραν.
Επέρασεν τζαιρός ώσπου να ξαναπεράσει ‘που την τράπεζαν. Δειλά-δειλά όμως άρχισεν να έρκεται ξανά. Τζαι εγώ ήμουν τζιαμαί να περιμένω. Να πκιάννω σημειώσεις. Υπομονετικά, μεθοδικά, να καταστρώνω το σχέδιο μου.
Ώς την επόμενην φοράν.
Ουρανός